σκηνογράφος

σκηνογράφος
ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκηνογράφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογράφος, ο — η καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί μια σκηνογραφία, αυτός που διακοσμεί τη θεατρική σκηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνογράφου — σκηνόγραφος scene painter masc gen sg σκηνογράφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογράφον — σκηνογράφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλώνης, Κλεόβουλος — (Κούταλι Προποντίδας, περ. 1900 – Αθήνα 1988). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Από νωρίς (1925) άρχισε να εργάζεται ως σκηνογράφος, συνεργαζόμενος αρχικά με τους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Σπύρου Μελά στην Ελεύθερη Σκηνή και αργότερα με το… …   Dictionary of Greek

  • Аравантинос, Панос — Панайотис или Панос Аравантинос (греч. Πάνος Αραβαντινός Керкира 1884  Париж 4 декабря 1930 года)  греческий и немецкий декоратор, театральный художник и оперный сценограф. Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βισπιάνσκι, Στανισλάβ — (Stanislaw Wyspiaski, Κρακοβία 1869 – 1907). Πολωνός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Ενώ ήταν ακόμα φοιτητής πραγματοποίησε μια σειρά από ταξίδια στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου ήρθε σε επαφή με τις πιο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κομισαριέφσκι, Φιοντόρ — (Fyodor Fyodorovich Komissarzhevsky, Βενετία 1882 – Ντάριεν, Κονέκτικατ 1954). Ρώσος σκηνοθέτης, σκηνογράφος και αρχιτέκτονας. Αρχικά εργάστηκε ως σκηνογράφος στο θέατρο της αδελφής του, Βέρας (βλ. λ. Κομισαριέφσκαγια, Βέρα Φιοντόροβνα), στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”